κολόκυνθος

κολόκυνθος
κολόκυνθ-ος, ,
A = κολοκύνθη, AP9.532 tit., PLond.5.1881 (vi A.D.); κ. ἄγριος Ps.-Dsc.4.176:— written [full] κολύκιντος PTeb.131 (ii/i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολόκυνθος — και κολόκυντος, ὁ (Α) κολοκύνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κολοκύνθη με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κολόκυνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθων — κολόκυνθος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθῳ — κολόκυνθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυνθον — κολόκυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυντος — κολόκυντος, ὁ (Α) βλ. κολόκυνθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”